-
1 πίειρα
πίειρα, ἡ, bes. fem. zu πίων od. πιαρός, fett, fruchtbar; bei Hom. πίειρα ἄρουρα, π. γῆ, Il. 18, 541 Od. 2, 328 (wie auch Theocr. 18, 29 zu verbinden); δαιτὶ πιείρῃ, Il. 19, 180, fette, reichliche Mahlzeit; πιείρας πόλεις, fette, reiche Städte, 18, 342, wie Σικελία πίειρα Pind. N. 1, 15; Soph. πιείρας δρυός, Trach. 763, saftreich oder harzig; τῆς γῆς ὅση πίειρα καὶ μαλακή, Plat. Critia. 111 b; einzeln bei Sp.
-
2 πίειρα
πίειρα, ἡ, fett, fruchtbar; δαιτὶ πιείρῃ, fette, reichliche Mahlzeit; πιείρας πόλεις, fette, reiche Städte; πιείρας δρυός, saftreich oder harzig
См. также в других словарях:
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek